- λελυμένως
- λελυμένωςmildlyindeclform (adverb)λύωluoperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λελυμένως — (Α) επίρρ. 1. ήπια, μαλακά 2. απροκάλυπτα, απερίφραστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λελυμένος, μτχ. τού λέλυμαι, παρακμ. τού λύομαι] … Dictionary of Greek